- πολύφοβος
- πολύ-φοβος, ον,A very timid, Sch.S.Tr.841.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύφοβος — ον, Α πάρα πολύ φοβισμένος, φοβιτσιάρης, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φοβος (< φόβος), πρβλ. επί φοβος] … Dictionary of Greek
πολύφοβον — πολύφοβος very timid masc/fem acc sg πολύφοβος very timid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφοβε — πολύφοβος very timid masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek